Ελιές θρούμπες, μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές.
Για να φτιάξουμε ελιές θρούμπες, μαζεύουμε τις ελιές ώριμες, μαύρες, τέλος Οκτωβρίου με αρχές Νοέμβρη - αυτή θεωρείται γενικά η εποχή της ελιάς.
Για να φτιάξουμε ελιές θρούμπες, μαζεύουμε τις ελιές ώριμες, μαύρες, τέλος Οκτωβρίου με αρχές Νοέμβρη - αυτή θεωρείται γενικά η εποχή της ελιάς.
Κάθε χρόνο όμως, αφήνουμε από δυο κλάρες σε δυό-τρία δέντρα ατρύγητες μέχρι τα μέσα περίπου του Ιανουαρίου, για να ωριμάσουν καλά καλά οι καρποί πάνω στο δέντρο, και να φτιάξουμε τις "ελιές του αρχηγού". Αυτές οι ώριμες ελιές θέλουν ειδική μεταχείρηση. Δεν τις γκρεμίζουμε με το χτένι να τις μαζέψουμε μετά από κάτω με τις λινάτσες... Τις μαζεύουμε μία μία με το χέρι σαν να μαζεύαμε κεράσια.
Η ελιά έτσι όπως την μαζεύουμε από το δέντρο είναι πικρή γιατί είναι άγουρη. Ακόμα και όταν μαυρίσει όμως εξακολουθεί να είναι πικρή.
Αν παραμείνει όμως στο δέντρο κι άλλο, κατά τα Χριστούγεννα ή και αργότερα, τον Ιανουάριο, μαυρίζει πολύ, σχεδόν μέχρι το κουκούτσι, κι αρχίζει να ζαρώνει και να μαλακώνει από μόνη της πάνω στο δέντρο. Σιγά σιγά, αρχίζει και πιάνει το φλούδι της μια θολούρα σαν πρασινωπή σκόνη.
Τότε λοιπόν τις μαζεύουμε από το δέντρο μία μία με το χέρι - όσες έχουν σωθεί από τη μανία του αέρα και την πείνα των πουλιών - τις πλένουμε, τις λαδώνουμε και τις αλατίζουμε, και τρώγονται όπως είναι.
Είναι οι πιό νόστιμες και γλυκές ελιές, και πάνε πολύ με κρασί ή τσίπουρο.
Δύσκολα τις βρίσκει κανείς, μόνο "από σπίτι", γιατί μια και δεν έχουν μπει στο αλάτι δεν συντηρούνται για πολύ, αλλά και γιατί οι παραγωγοί τις μαζεύουν νωρίτερα, αφού αν τις άφηναν στο δέντρο τόσο πολύ θα έχαναν το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς στο χώμα ή θα το έτρωγαν τα πουλιά.
Ο παππούς μου τις ζητούσε για το κρασί του. Ήταν ο μεζές του καθώς ήταν λιτοδίαιτος, και επειδή φτιάχναμε πολύ λίγες, δεν τις καταναλώναμε στο καθημερινό τραπέζι για να υπάρχουν όταν θα ζητούσε.
Γι' αυτό τους έμεινε το όνομα "οι ελιές του αρχηγού", δηλαδή του αρχηγού της οικογένειας.
Για ελιές θρούμπες:
Τις ανακατεύουμε με χοντρό αλάτι, και τις βάζουμε σε τσουβάλι ή καλάθι ή τρυπητό, με βάρος από πάνω τους, και σε σημείο που να μπορούν να στραγγίζουν τα υγρά τους. Τις αφήνουμε αρκετές μέρες, (περίπου 10-15) να ψηθούν στο αλάτι ανακινώντας τες κάθε μέρα. Για μυρωδιά τους ρίχνουμε θυμάρι ή ρίγανη ή θρούμπι ή δεντρολίβανο. Είναι έτοιμες όταν μαυρίσουν μέχρι το κουκούτσι και δεν έχουν μέσα καθόλου άσπρο ή μωβ. Τινάζουμε το αλάτι αν έχει μείνει πάνω τους και τις λαδώνουμε. Συντηρούνται σε βάζο ή σε κιούπι. Αναλογία αλατιού με το μάτι: μια σακούλα του σούπερ μάρκετ ελιές γεμάτη όσο που να μην σκιστεί - 1 κιλό αλάτι.
Η ελιά έτσι όπως την μαζεύουμε από το δέντρο είναι πικρή γιατί είναι άγουρη. Ακόμα και όταν μαυρίσει όμως εξακολουθεί να είναι πικρή.
Αν παραμείνει όμως στο δέντρο κι άλλο, κατά τα Χριστούγεννα ή και αργότερα, τον Ιανουάριο, μαυρίζει πολύ, σχεδόν μέχρι το κουκούτσι, κι αρχίζει να ζαρώνει και να μαλακώνει από μόνη της πάνω στο δέντρο. Σιγά σιγά, αρχίζει και πιάνει το φλούδι της μια θολούρα σαν πρασινωπή σκόνη.
Τότε λοιπόν τις μαζεύουμε από το δέντρο μία μία με το χέρι - όσες έχουν σωθεί από τη μανία του αέρα και την πείνα των πουλιών - τις πλένουμε, τις λαδώνουμε και τις αλατίζουμε, και τρώγονται όπως είναι.
Είναι οι πιό νόστιμες και γλυκές ελιές, και πάνε πολύ με κρασί ή τσίπουρο.
Δύσκολα τις βρίσκει κανείς, μόνο "από σπίτι", γιατί μια και δεν έχουν μπει στο αλάτι δεν συντηρούνται για πολύ, αλλά και γιατί οι παραγωγοί τις μαζεύουν νωρίτερα, αφού αν τις άφηναν στο δέντρο τόσο πολύ θα έχαναν το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς στο χώμα ή θα το έτρωγαν τα πουλιά.
Ο παππούς μου τις ζητούσε για το κρασί του. Ήταν ο μεζές του καθώς ήταν λιτοδίαιτος, και επειδή φτιάχναμε πολύ λίγες, δεν τις καταναλώναμε στο καθημερινό τραπέζι για να υπάρχουν όταν θα ζητούσε.
Γι' αυτό τους έμεινε το όνομα "οι ελιές του αρχηγού", δηλαδή του αρχηγού της οικογένειας.
Για ελιές θρούμπες:
Τις ανακατεύουμε με χοντρό αλάτι, και τις βάζουμε σε τσουβάλι ή καλάθι ή τρυπητό, με βάρος από πάνω τους, και σε σημείο που να μπορούν να στραγγίζουν τα υγρά τους. Τις αφήνουμε αρκετές μέρες, (περίπου 10-15) να ψηθούν στο αλάτι ανακινώντας τες κάθε μέρα. Για μυρωδιά τους ρίχνουμε θυμάρι ή ρίγανη ή θρούμπι ή δεντρολίβανο. Είναι έτοιμες όταν μαυρίσουν μέχρι το κουκούτσι και δεν έχουν μέσα καθόλου άσπρο ή μωβ. Τινάζουμε το αλάτι αν έχει μείνει πάνω τους και τις λαδώνουμε. Συντηρούνται σε βάζο ή σε κιούπι. Αναλογία αλατιού με το μάτι: μια σακούλα του σούπερ μάρκετ ελιές γεμάτη όσο που να μην σκιστεί - 1 κιλό αλάτι.
Σχόλια
ΥΓ πολύ όμορφη η δουλειά σου. Και οι παιδικές και οι υπόλοιπες τεχνοτροπίες